«Πρώτη χώρα και δια το μέγεθος και δια το προνόμιο όπου έχει εις το να πρωτεύει εις τα Βακούφια, είναι η Μακρινίτζα»
Δανιήλ Φιλιππίδης – Γρηγόριος Κωσταντάς, Γεωγραφία νεωτερική, περί της Ελλάδος.
Οι αρχαιολογικές έρευνες δεν έχουν φέρει στο φως οικοδομικά λείψανα αρχαίων οικισμών στα ορεινά τμήματα του Πηλίου. Από αυτό συμπεραίνεται ότι μόνο περιστασιακά κατοικήθηκε το Πήλιο στην αρχαιότητα.
Το σκηνικό αλλάζει, όταν τον 10ο και 11ο μ.Χ. αιώνα η ευημερία της περιοχής και το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα οδηγούν στην ίδρυση μοναστικών κοινοτήτων, ακόμα και στις πιο υψηλές κορυφές των βουνών. Το Πήλιο, που έχει αντίστοιχο φυσικό περιβάλλον με το Άγιο Όρος αποκτά τότε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες, που στους μετέπειτα αιώνες αποτελούν τους πυρήνες ανάπτυξης των σημερινών χωριών του, πολλά από τα οποία αποκτούν αντίστοιχα ονόματα. Από το 1204 και μετά η Θεσσαλία υποτάσσεται στους Φράγκους. Ο ηγεμόνας Κωνσταντίνος Μελισσηνός, ή Μαλιασηνός, λαμβάνει υπό την κατοχή του τη Δημητριάδα.
Από τον Οίκο των Μελισσηνών ιδρύονται δύο σημαντικότατα μοναστήρια, που αναζωογονούν την περιοχή και γίνονται οι αρχικοί πυρήνες της οικιστικής ανάπτυξης της Μακρινίτσας. Χρόνο με τον χρόνο, ο οικισμός εξελίσσεται σε χωριό, που παίρνει το όνομά του από τη Μονή της Παναγιάς της Μακρινίτισσας.
Κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας, η Μακρινίτσα εξελίσσεται σε ένα από τα πλέον δυναμικά χωριά του Πηλίου, με έντονη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή.
Ο πληθυσμός της ενισχύεται συνέχεια από κατοίκους της Εύβοιας και των κοντινών νησιών, που βρίσκουν σ αυτή καταφύγιο, τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τις πειρατικές επιδρομές στα παράλια.
Οι Τούρκοι κατακτητές δεν καταπιέζουν τη Μακρινίτσα, οπότε το χωριό αυτοδιοικείται. Αποτέλεσμα της αυτοδιοίκησης είναι η αυξημένη αίσθηση ελευθερίας που οδηγεί στην αύξηση του πληθυσμού τους.
Το 1615 τα Πηλιορείτικα χωριά διακρίνονται σε Βακούφια και Χάσια (η διοικητική αυτή διάκριση καταργείται εν τέλει το 1840). Μεταξύ των Βακουφίων η Μακρινίτσα πρωτεύει και καθίσταται έδρα από το 1790.
Τα Βακούφια αποτελούν ιδιοκτησία του Στέμματος, με εξάρτηση κατευθείαν από την Πόλη και τη μητέρα του Σουλτάνου Βαλιντέ Σουλτάνα, η οποία τους παρέχει μεγάλες ελευθερίες, απαγορεύοντας σ αυτά τη μόνιμη εγκατάσταση Τούρκων.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της σχετικής ελευθερίας, η Μακρινίτσα διοικείται από τους προεστούς της, ενώ Ναοί χτίζονται ελεύθερα. Έτσι ο τόπος έχει τη δυνατότητα μιας ιδιαίτερης ανάπτυξης της κοινοτικής ζωής, που θα οδηγήσει στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξή του, ἀνοίγοντας τον δρόμο για την Επανάσταση του 1821.
Το χωριό αναπτύσσει οικονομικές δραστηριότητες στα Βαλκάνια, στην Οδησσό, στην Ευρώπη και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, χάρη στην καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και στην κατεργασία δέρματος. Φθάνει σε τέτοια ανάπτυξη, ώστε στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμεί περί τις 7.000 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων και των οικισμών της.
Ο οικισμός, που αρχίζει από την συνοικία Κουκουράβα και από το υψόμετρο των 300 μέτρων, για να καταλήξει στο υψόμετρο των 850 μέτρων και στην Ιερά Μονή Αγίου Γερασίμου, διαθέτει πλήθος Αρχοντικών, Εκκλησιών, πλατειών και κρηνών. Η εσωτερική επικοινωνία γίνεται με καλοσχεδιασμένα και ευμεγέθη καλντερίμια.
Το 1878 η Μακρινίτσα πρωτοστατεί στην επανάσταση κατά των Τούρκων, κατά την οποία διακρίνεται η Μακρινιτσιώτισσα Μαργαρίτα Μπασδέκη. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, η Μακρινίτσα γίνεται δήμος από τους μεγαλύτερους του νομού σε έκταση, κατοίκους και δραστηριότητες.
Η οικονομική της εξασθένηση, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και ο εμφύλιος και οι καταστροφικοί σεισμοί του 1955, γίνονται αιτία ώστε πολλοί κάτοικοι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να ξενιτευθούν, ή να εγκατασταθούν σε κάποιο από τα αναπτυσσόμενα την εποχή εκείνη αστικά κέντρα, και κυρίως στη νέα πόλη του Βόλου.
Σήμερα πλέον ο αγροτικός χαρακτήρας της Μακρινίτσας έχει οριστικά αλλάξει, ενώ ο τουρισμός ανοίγει για τους κατοίκους νέους ορίζοντες.